υποκόγχιος

υποκόγχιος
-α, -ο, Ν
ανατ. (για ανατ. σχηματισμό) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον οφθαλμικό κόγχο (α. «υποκόγχιος πόρος» β. «υποκόγχιο νεύρο» γ. «υποκόγχια αρτηρία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + κόγχη + κατάλ. -ιος. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. sous- orbitaire].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποκογχικός — ή, ό, Ν υποκόγχιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + κόγχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”