- υποκόγχιος
- -α, -ο, Νανατ. (για ανατ. σχηματισμό) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον οφθαλμικό κόγχο (α. «υποκόγχιος πόρος» β. «υποκόγχιο νεύρο» γ. «υποκόγχια αρτηρία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + κόγχη + κατάλ. -ιος. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. sous- orbitaire].
Dictionary of Greek. 2013.